ἱερακώδης

ἱερακώδης
ἱερᾱκώδης, ες,
A hawk-like, Eun.Hist.p.206 D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιερακώδης — ἱερακώδης, ῶδες (Α) [ιέραξ] ιερακοειδής, όμοιος με γεράκι …   Dictionary of Greek

  • ἱερακώδεις — ἱερακώδης hawk like masc/fem acc pl ἱερακώδης hawk like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • ιερακοειδής — ές (Α ἱερακοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με γεράκι, ο ιερακώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”